- διαβεβαιώ
- (-όω)βλ. διαβεβαιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο … Dictionary of Greek
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατόμνυμι — (ΑΜ) διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο 3. μέσ. κατόμνυμαι κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης… … Dictionary of Greek
διαβεβαιώνω — διαβεβαιώνω, διαβεβαίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: διαβεβαιώνω : χρησιμοποιείται μερικές φορές, κυρίως στο α ενικό πρόσωπο, ο λόγιος τύπος διαβεβαιώ (κατά το πληρώ, βλ. πίν. 197 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՊՆԴԻՄ — (եցայ,) NBH 2 0657 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 12c, 14c ձ. որ եւ ասի ՊՆԴԵԼ՝ իբր ն. κατακρατέω, διαβεβαίω, ομαι praevaleo, affirmo, adsevero. Հաստատեալ կալ ʼի բանս կամ ʼի խորհուրդս. յամառել. ... *Պնդեալ է երթալ նա ընդ նմա: Պնդեցան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)